Ανεβαίνοντας προς τον αρχαιολογικό χώρο, ο θόρυβος του αυτοκινητόδρομου, τόσο έντονος, με δυσκολεύει και με ξενίζει. Βελανιδιές, αγριελιές, συκιές, σσίννοι, παρατηρώ τη βλάστηση και κάθομαι λίγο να ξαποστάσω από την ανηφόρα. Βλέπω απέναντι την ξερή κοίτη του ποταμού Μάρωνα και ένα ξεροβούνι καλά φωτισμένο με ίχνη από χαλασμένες πια αναβαθμίδες. Σκέφτομαι πως αυτό το βουνό θα τάιζε κάποτε όλο τον οικισμό. Κάθομαι κάτω από μια τερατσιά, φυσάει ωραία, δεν ακούγεται από αυτή την πλευρά η βοή του δρόμου. Ξένοι τουρίστες με τα παιδιά τους, ιδιαίτερα Γάλλοι, περνούν και κάνουν διακριτική ησυχία όταν με βλέπουν να ζωγραφίζω. Ηρεμία, τζιτζίκια.