Ήθελα να σταθώ να ζωγραφίσω πάνω στο γεφύρι, να βλέπω την κοίτη του ποταμού, το χωριό και το Τρόοδος, φαντασμαγορικό, όπως εμφανίζεται από αυτή την πλευρά της Κύπρου. Αδύνατο, λόγω της κίνησης. Οδήγησα κατά μήκος της κοίτης από την Καντού ώς το σημείο όπου εκβάλλει ο ποταμός στον κόλπο του Κουρίου και πίσω. Κάτω από την Ερήμη μπόρεσα τελικά και μπήκα στην ξερή κοίτη του Κούρη. Περπάτησα ώρες σκυφτή, ψάχνοντας για τα γαλάζια σημάδια, τους πικρόλιθους. Στην αρχή δεν τους έβλεπα ανάμεσα στους γκριζωπούς και ασπρωπούς χόγλακους όλων των μεγεθών. Ίδρωνα πολύ, η κοίτη του ποταμού τραβά την υγρασία, αλλά ένιωθα και έντονη ευεξία, σαν να είχα μπει στη χοάνη του χρόνου, επαναλάμβανα κινήσεις αρχαίες, άγγιζα το νήμα της αρχής των πραγμάτων. Κάποια στιγμή κάθισα και ζωγράφισα την κοίτη ανάμεσα σε δυο λόφους και τη γύρω βλάστηση προς τη θάλασσα. Μετά έγειρε ο ήλιος και άλλαξαν όλα τα χρώματα.