Έφτασα στο χωριό περνώντας τα χωριά Αλόα, Μάραθα, Σανταλάρι. Διασχίζοντας την Αλόα, προσέχω τα πλίθινα γυμνά σπίτια που λιώνουν πια κάτω από τον καιρό και κάποιες καμάρες πέτρινες που στέκουν ακόμη. Η ομορφιά τους τόσο φυσική δίπλα από τις κιτς βίλες της σειράς. Η συνάφειά τους με το τοπίο απόλυτη — είναι φτιαγμένα από τη γη του τόπου, από τον ιδρώτα των ανθρώπων που τα έφτιαξαν και που τα κατοικούσαν. Σκέφτομαι πως τα πλίθινα σπίτια είναι σαν τους ανθρώπους. Στο τέλος τους ξαναγίνονται γη, επιστρέφουν. Αντικρίζω την Περιστερώνα από ψηλά, καθώς η Μεσαορία στα βορειοανατολικά έχει έντονες υψομετρικές διαφορές. Στέκει θαλερή μέσα στην εύφορη πεδιάδα, όλο δέντρα τριγύρω της και καλλιεργημένα χωράφια. Στέκομαι εκεί και ζωγραφίζω. Όταν μετά από λίγες ώρες συνεχίζω τον δρόμο μου, είναι σαν να μπαίνω μέσα στη ζωγραφιά μου